Τρίτη 25 Ιουνίου 2013



Mια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή ζούσε μια μάγισσα.  Κανείς δεν την ήθελε κοντά του γιατί ήταν άσχημη και κακιά. Από μικρό κοριτσάκι ακόμη δεν την έκανε κανείς παρέα. Ακόμη και οι γονείς της και τα αδέλφια της συνέχεια τη μάλωναν και δεν της έδιναν πολλή σημασία γιατί ούτε όμορφη ήταν ούτε έξυπνη. Ποτέ δεν τα κατάφερε να μάθει να πετάει με τη σκούπα της ούτε της άρεσε να φτιάχνει μαγικά φίλτρα και ξόρκια. Μέχρι που κάποια μέρα που είχαν πάει στο δάσος με τον αδελφό της για να παίξουν απομακρύνθηκαν πολύ και χάθηκαν. Όλοι νύχτα έψαχναν οι γονείς της να τους βρουν μα μόλις τους πλησίασαν άκουγε να φωνάζουν μόνο το όνομα του αδελφού της. Για εκείνη δεν έψαχνε κανείς.  Πήρε λοιπόν απόφαση πως η οικογένειά της δεν την αγαπούσε κι έτσι εγκατέλειψε μια για πάντα το σπίτι της και πήγε να ζήσει μόνη της μέσα στο δάσος. Από τότε ζούσε απομονωμένη σε μία σπηλιά ψηλά στο βουνό και ο μόνος φίλος της ήταν μια ακριδούλα που είχε εκεί κοντά τη φωλιά της.
Η ζωή της ήταν βαρετή και κάθε μέρα που περνούσε της έλειπε η οικογένειά της όλο και πιο πολύ, μα φυσικά δεν τολμούσε να γυρίσει πίσω. Έτσι πέρασαν τα χρόνια και η μάγισσα είχε πια συνηθίσει τη μοναξιά της και την περιφρόνηση των ανθρώπων.
Ένα πρωί η ακριδούλα έφτασε χαρούμενη στη σπηλιά.
«Έχω νέα!», της είπε. «Σε μια ινδιάνικη φυλή εδώ πιο κάτω, έχει αρρωστήσει η γυναίκα του αρχηγού της φυλής. Κανείς δεν μπορεί να της κάνει καλά. Εσύ που είσαι μάγισσα δεν ξέρεις κανένα ξόρκι; Δεν μπορείς να φτιάξεις ένα φάρμακο να την σώσεις; Έτσι θα σε συμπαθήσουν, δε θα σε έχουν πια για κακιά!»
Η μάγισσα ενθουσιάστηκε στην ιδέα. Όλη τη νύχτα έμεινε ξύπνια για να φτιάξει το κατάλληλο μαγικό φίλτρο που θα έκανε καλά την άρρωστη γυναίκα και με τη βοήθεια του Μεγάλου Βιβλίου των Μαγισσών, τελικά τα κατάφερε. Το επόμενο πρωί, ντύθηκε με το πιο όμορφο φόρεμά της, έφτιαξε έναν περίτεχνο κότσο στα μαλλιά της και ξεκίνησε για το χωριό των Ινδιάνων.
Ο αρχηγός της φυλής την καλοδέχτηκε. Την κέρασε χουρμάδες και δροσερό νερό και αμέσως μετά την οδήγησε στη σκηνή της άρρωστης γυναίκας του.  Δίπλα στο κρεβάτι της γυναίκας υπήρχε μια κούνια. Πλησίασε και είδε μέσα να κοιμάται ένα πανέμορφο μωρό. Μια σκέψη τότε της ήρθε στο μυαλό. Τι θα γινόταν αν μετά από αυτή την καλή πράξη που θα έκανε δίνοντας το μαγικό φίλτρο, κανείς πάλι δεν την συμπαθούσε; Ή ίσως να την συμπαθούσαν στην αρχή και μετά από λίγο καιρό να την έδιωχναν ξανά από κοντά τους όπως και πριν. Αυτό θα ήταν φριχτό! Πώς θα το άντεχε να γίνει ξανά η  ανεπιθύμητη κακιά και άσχημη μάγισσα; Τότε ήταν που γύρισε στον αρχηγό της φυλής που στεκόταν πίσω της.
«Θα σου δώσω το βότανο ευχαρίστως», του είπε,«αλλά θα μου δώσεις για αντάλλαγμα το μωρό σου»
Ο άντρας στην αρχή αρνήθηκε αλλά μετά σκέφτηκε τη γυναίκα του που τόσο πολύ αγαπούσε και δεν ήθελε να χάσει κι έτσι τελικά , με βαριά καρδιά, δέχθηκε.
Η μάγισσα πήρε το μωρό και πήγε κάπου πολύ πολύ μακριά όπου κανείς δεν μπορούσε να τη βρει. Το ονόμασε Ραπουνζέλ και άρχισε να το φροντίζει σα να ήταν δικό της.  Μετά από τόσα χρόνια που ζούσε μόνη της, είχε βρει κάποιον να αγαπάει και να νοιάζεται. Έπαιζαν μαζί, πήγαιναν για κυνήγι, ψάρευαν.. Η Ραπουνζέλ ήταν πολύ χαρούμενη και όσο μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο όμορφη και έξυπνη.
12 χρόνια πέρασαν και μια μέρα η μάγισσα έμαθε πως οι γονείς της Ραπουνζέλ  έψαχναν να τη βρουν. Άρχισε να φοβάται πολύ μήπως η Ραπουνζέλ μάθει την αλήθεια ή μήπως κάποιος έρθει και την πάρει μακριά της, γι’αυτό αποφάσισε να την κρύψει κάπου όπου μόνο αυτή μπορούσε να πηγαίνει. Έστησε μια σκηνή πάνω σε έναν πολύ ψηλό βράχο στη μέση μιας λίμνης και τη φυλάκισε εκεί. Κι όποτε ήθελε να την επισκεφθεί, έπαιρνε τη βάρκα που είχε κρυμμένη σε έναν θάμνο εκεί κοντά, διέσχιζε τη λίμνη, έφτανε στον ψηλό βράχο και φώναζε στη Ραπουνζέλ.
 «Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ ρίξε τα μαλλιά σου»
Κι η Ραπουνζέλ έριχνε τα πανέμορφα μακριά μαλλιά της κάτω 10 μέτρα στο κενό, η μάγισσα τα έπιανε και ανέβαινε πάνω.
Η Ραπουνζέλ στην αρχή στενοχωριόταν πολύ που ήταν αναγκασμένη να ζει σαν φυλακισμένη αλλά η μάγισσα την καθησύχαζε λέγοντάς της ότι το έκανε για το καλό της κι ότι σε λίγο καιρό θα ήταν πάλι ελεύθερη.
Αυτό όμως, συνεχίστηκε για πολλά χρόνια ακόμη μέχρι που η Ραπουνζέλ έγινε 17 ετών.
Ένα πρωί στην όχθη της λίμνης βρέθηκε ένας νεαρός Ινδιάνος κυνηγός. Περπατούσε για ώρα όταν από κάπου εκεί κοντά ακούστηκε μια γλυκιά φωνή να τραγουδάει. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε στην κορυφή ενός πολύ ψηλού βράχου μια όμορφη κοπέλα. Μαγεύτηκε από τη φωνή και την ομορφιά της και θέλησε να πάει κοντά της. Όμως ήταν αδύνατον. Η λίμνη ήταν πολύ βαθειά και βάρκα δεν υπήρχε πουθενά. Αλλά ακόμη κι αν έφτανε κολυμπώντας μέχρι το βράχο, πώς θα ανέβαινε επάνω; Μπορούσε να φωνάξει δυνατά και να ρωτήσει την κοπέλα αλλά αυτό ασφαλώς θα την τρόμαζε πολύ.
Μην ξέροντας τι να κάνει έφυγε απογοητευμένος. Οι μέρες περνούσαν όμως και ο κυνηγός δεν μπορούσε να ξεχάσει τη μαγική φωνή αυτής της κοπέλας. Ό,τι κι αν έκανε, όπου κι αν πήγαινε αυτή σκεφτόταν. Αποφάσισε λοιπόν ότι ήθελε να είναι κοντά της. Και αυτό έκανε. Κάθε μέρα πήγαινε στην όχθη της λίμνης. Κρυβόταν πίσω από έναν πυκνό θάμνο και την άκουγε με τις ώρες να τραγουδάει.
Κάποια στιγμή, κι ενώ ήταν έτοιμος να φύγει γιατί είχε πια νυχτώσει, είδε κάποιον να έρχεται κρατώντας ένα αναμμένο φανάρι. Κρύφτηκε καλύτερα και είδε τη μάγισσα να ανεβαίνει στο βράχο. Το μυστικό της είχε πια αποκαλυφθεί.
Ο νέος άρχισε να χοροπηδάει από τη χαρά του. Το ίδιο κιόλας βράδυ, μόλις η μάγισσα έφυγε, έκανε όλα όσα είχε δει πριν από λίγη ώρα και έτσι κατάφερε να φτάσει ενθουσιασμένος στην κορυφή του βράχου. Η κοπέλα μόλις τον είδε, τα χασε. Αντί για τη μάγισσα που ήταν η μόνη που έβλεπε τόσα χρόνια, εμφανίστηκε μπροστά της ένας άγνωστος. Ο όμορφος νεαρός άρχισε να της μιλάει και της εξήγησε ότι το τραγούδι της τον είχε γοητεύσει τόσο πολύ που δεν μπορούσε να βρει ησυχία παρά μόνο αν την έβλεπε από κοντά. Τελικά έφυγε ο φόβος από τη Ραπουνζέλ και έγιναν φίλοι.
«Θέλω να έρθω μαζί σου» του είπε η Ραπουνζέλ «αλλά δεν ξέρω πώς μπορώ να κατεβώ από το βράχο. Γι’ αυτό κάθε φορά που θα έρχεσαι να μου φέρνεις ένα κουβάρι μετάξι για να πλέξω μία σκάλα και όταν την τελειώσω θα με πάρεις από εδώ».
Ο νεαρός δέχτηκε με χαρά. Έφυγε αλλά ερχόταν κάθε μέρα,της έφερνε το κουβάρι και της έκανε παρέα καθώς εκείνη έπλεκε τη σκάλα.
Η μάγισσα δεν κατάλαβε τίποτα. Συνέχιζε να πηγαίνει κάθε μέρα στη Ραπουνζέλ. Της πήγαινε φαγητό, δώρα, της έλεγε όμορφες ιστορίες και προσπαθούσε να διώξει το βάρος που είχε στην ψυχή της για αυτό που έκανε στο νεαρό κορίτσι. Όσο κι αν προσπαθούσε να την ευχαριστήσει, η Ραπουνζέλ κάθε μέρα ήταν και πιο θλιμμένη από την προηγούμενη κι αυτό στενοχωρούσε πάρα πολύ τη μάγισσα. Δεν μπορούσε όμως να κάνει διαφορετικά.
«Δε θέλω να τη χάσω», έλεγε στη φίλη της την ακριδούλα. «Την αγαπάω σαν παιδί μου».
Κάποια μέρα,όμως, μόλις η μάγισσα  ανέβηκε στο βράχο και μπήκε στη σκηνή η κοπέλα της είπε: «Για πες μου μητέρα πώς γίνεται και είναι τόσο δύσκολο να σε ανεβάσω πάνω στο βράχο ενώ ο νεαρός φίλος μου ανεβαίνει σε μία στιγμή;»
Τότε η μάγισσα κατάλαβε αμέσως ότι η Ραπουνζέλ κρατούσε μυστικά. Την είχε προδώσει. Της είχε πει ψέματα. Πληγώθηκε πάρα πολύ και τρόμαξε και θύμωσε. Έτσι οργισμένη όπως ήταν άρπαξε ένα ψαλίδι, πήρε τα όμορφα μαλλιά της κοπέλας και τα έκοψε. Μετά πήρε τη μεταξωτή σκάλα που ήταν σχεδόν έτοιμη και πήρε τη Ραπουνζέλ από εκεί. Την πήγε μακριά βαθιά μέσα στο δάσος σε μια σπηλιά και την άφησε εκεί μόνη της.
Όταν αργότερα ήρθε ο νεαρός ινδιάνος και φώναξε τη Ραπουνζέλ να ρίξει τα μαλλιά της, η μάγισσα έριξε τα κομμένα μαλλιά της κοπέλας,εκείνος πιάστηκε όπως έκανε όλον αυτό τον τελευταίο καιρό και ανέβηκε γρήγορα στην κορυφή του βράχου. Όταν κατάλαβε ότι δεν τον περίμενε εκεί η αγαπημένη του ήταν πια αργά. Η μάγισσα πολύ θυμωμένη τον έσπρωξε με όλη της τη δύναμη κι αυτός έπεσε κάτω από το βράχο και από το χτύπημα τραυμάτισε τα μάτια του και δεν έβλεπε πια καθόλου. Η μάγισσα τον οδήγησε κι αυτόν κάπου μακριά μέσα στο δάσος και εκεί τον άφησε μόνο και αβοήθητο. 
Όταν γύρισε στη σπηλιά και είπε στην ακριδούλα τι έκανε, εκείνη τη μάλωσε σκληρά.
«Πώς μπόρεσες;», της είπε. «Πρέπει να βρεις τρόπο να διορθώσεις αυτό που έκανες».
Η μάγισσα ξέσπασε σε κλάματα. «Θα βρω» είπε και το κανε. Έφτιαξε ένα μαγικο φίλτρο, το καλύτερό της μέχρι τώρα και έτρεξε μέχρι τη σπηλιά που είχε κλείσει τη Ραπουνζέλ. Τη βρήκε να κοιμάται λυπημένη και ταλαιπωρημένη. Άνοιξε το μπουκαλάκι με το φίλτρο, έσταξε μερικές σταγόνες στα βλέφαρά της και αφού είπε κάποια ακαταλαβίστικα λόγια στο αυτί της κοπέλας, έσκυψε, της έδωσε ένα φιλί και βγήκε από τη σπηλιά χωρίς να κλειδώσει αυτή τη φορά την πόρτα.
Ύστερα βρήκε τον νεαρό Ινδιάνο που τυφλός και απελπισμένος τριγυρνούσε άσκοπα και δεν έτρωγε τίποτε άλλο από μούρα και ρίζες και όλο έκλαιγε για τον χαμό της αγαπημένης του. Έδεσε στο πόδι του μια μεταξένια κλωστή και τραβώντας τον, τον οδήγησε στη Ραπουνζέλ. Αμέσως μετά έτρεξε και κρύφτηκε πίσω από έναν πυκνό θάμνο. Ο νεαρός άκουσε μια γλυκιά φωνή να τραγουδάει ένα λυπημένο τραγούδι. Αμέσως την αναγνώρισε. Φώναξε το όνομά της Ραπουνζέλ κι εκείνη έτρεξε και τον αγκάλιασε κλαίγοντας. Οι δύο σταγόνες από το μαγικό φίλτρο της μάγισσας έσταξαν από τα βλέφαρα της κοπέλας και έπεσαν στα μάτια του νέου. Στη στιγμή εκείνος άρχισε να βλέπει όπως και πριν. Πήρε τη  Ραπουνζέλ στην αγκαλιά του και της υποσχέθηκε πως δε θα την αφήσει μόνη της ποτέ ξανά.
Η κοπέλα τότε πρόσεξε πως στο πόδι του αγαπημένου της ήταν δεμένη μια μεταξένια κλωστή. Ήταν τόσο λεπτή που μόλις που φαινόταν. Κοίταξε πέρα μακριά προς το θάμνο που ήταν κρυμένη η μάγισσα και χαμογέλασε σα να τα κατάλαβε όλα. Τύλιξε την κλωστή γύρω από το μικρό δάκτυλό του αριστερού της χεριού, γύρισε προς τη μεριά του θάμνου, ψιθύρισε ένα ευχαριστώ και έστειλε προς τα εκεί ένα φιλί.
Ύστερα, πήρε τον αγαπημένο της από το χέρι κι ευτυχισμένοι κι οι δυο ξεκίνησαν μαζί προς τη νέα τους ζωή. Για τη μάγισσα δεν άκουσε ξανά τίποτα ποτέ κανείς. Ούτε κανείς έμαθε ποτέ τι ψιθύρισε στο αυτί της κοιμισμένης κοπέλας εκείνη τη μέρα. Κάποιοι λένε πως της είπε πως την αγαπάει σαν παιδί της. Κάποιοι άλλοι πως της αποκάλυψε πού να βρει τους γονείς της. Και κάποιοι άλλοι πως της έδωσε την ευχή της αυτές οι δυο σταγόνες από δάκρυα να είναι οι τελευταίες που θα χύσει στη ζωή της.
Όπως και να χει πάντως, ό,τι και να της είπε, σημασία έχει πως η Ραπουνζέλ έγινε η πιο ευτυχισμένη κοπέλα στον κόσμο ειδικά αφού μετά από λίγες μέρες βρήκε και τους πραγματικούς της γονείς.
Ό,τι όμως και αν έγινε, ποτέ δεν ξέχασε τη μάγισσα που τη μεγάλωσε και την αγάπησε σα δικό της παιδί. Είχε πάντα γύρω από το δάχτυλό της τη μεταξωτή κλωστή και πάντα όποτε έβρισκε την ευκαιρία έστελνε ένα κρυφό φιλί κι ένα χαμόγελο προς το δάσος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου