Τρίτη 25 Ιουνίου 2013



Mια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή ζούσε μια μάγισσα.  Κανείς δεν την ήθελε κοντά του γιατί ήταν άσχημη και κακιά. Από μικρό κοριτσάκι ακόμη δεν την έκανε κανείς παρέα. Ακόμη και οι γονείς της και τα αδέλφια της συνέχεια τη μάλωναν και δεν της έδιναν πολλή σημασία γιατί ούτε όμορφη ήταν ούτε έξυπνη. Ποτέ δεν τα κατάφερε να μάθει να πετάει με τη σκούπα της ούτε της άρεσε να φτιάχνει μαγικά φίλτρα και ξόρκια. Μέχρι που κάποια μέρα που είχαν πάει στο δάσος με τον αδελφό της για να παίξουν απομακρύνθηκαν πολύ και χάθηκαν. Όλοι νύχτα έψαχναν οι γονείς της να τους βρουν μα μόλις τους πλησίασαν άκουγε να φωνάζουν μόνο το όνομα του αδελφού της. Για εκείνη δεν έψαχνε κανείς.  Πήρε λοιπόν απόφαση πως η οικογένειά της δεν την αγαπούσε κι έτσι εγκατέλειψε μια για πάντα το σπίτι της και πήγε να ζήσει μόνη της μέσα στο δάσος. Από τότε ζούσε απομονωμένη σε μία σπηλιά ψηλά στο βουνό και ο μόνος φίλος της ήταν μια ακριδούλα που είχε εκεί κοντά τη φωλιά της.
Η ζωή της ήταν βαρετή και κάθε μέρα που περνούσε της έλειπε η οικογένειά της όλο και πιο πολύ, μα φυσικά δεν τολμούσε να γυρίσει πίσω. Έτσι πέρασαν τα χρόνια και η μάγισσα είχε πια συνηθίσει τη μοναξιά της και την περιφρόνηση των ανθρώπων.
Ένα πρωί η ακριδούλα έφτασε χαρούμενη στη σπηλιά.
«Έχω νέα!», της είπε. «Σε μια ινδιάνικη φυλή εδώ πιο κάτω, έχει αρρωστήσει η γυναίκα του αρχηγού της φυλής. Κανείς δεν μπορεί να της κάνει καλά. Εσύ που είσαι μάγισσα δεν ξέρεις κανένα ξόρκι; Δεν μπορείς να φτιάξεις ένα φάρμακο να την σώσεις; Έτσι θα σε συμπαθήσουν, δε θα σε έχουν πια για κακιά!»
Η μάγισσα ενθουσιάστηκε στην ιδέα. Όλη τη νύχτα έμεινε ξύπνια για να φτιάξει το κατάλληλο μαγικό φίλτρο που θα έκανε καλά την άρρωστη γυναίκα και με τη βοήθεια του Μεγάλου Βιβλίου των Μαγισσών, τελικά τα κατάφερε. Το επόμενο πρωί, ντύθηκε με το πιο όμορφο φόρεμά της, έφτιαξε έναν περίτεχνο κότσο στα μαλλιά της και ξεκίνησε για το χωριό των Ινδιάνων.
Ο αρχηγός της φυλής την καλοδέχτηκε. Την κέρασε χουρμάδες και δροσερό νερό και αμέσως μετά την οδήγησε στη σκηνή της άρρωστης γυναίκας του.  Δίπλα στο κρεβάτι της γυναίκας υπήρχε μια κούνια. Πλησίασε και είδε μέσα να κοιμάται ένα πανέμορφο μωρό. Μια σκέψη τότε της ήρθε στο μυαλό. Τι θα γινόταν αν μετά από αυτή την καλή πράξη που θα έκανε δίνοντας το μαγικό φίλτρο, κανείς πάλι δεν την συμπαθούσε; Ή ίσως να την συμπαθούσαν στην αρχή και μετά από λίγο καιρό να την έδιωχναν ξανά από κοντά τους όπως και πριν. Αυτό θα ήταν φριχτό! Πώς θα το άντεχε να γίνει ξανά η  ανεπιθύμητη κακιά και άσχημη μάγισσα; Τότε ήταν που γύρισε στον αρχηγό της φυλής που στεκόταν πίσω της.
«Θα σου δώσω το βότανο ευχαρίστως», του είπε,«αλλά θα μου δώσεις για αντάλλαγμα το μωρό σου»
Ο άντρας στην αρχή αρνήθηκε αλλά μετά σκέφτηκε τη γυναίκα του που τόσο πολύ αγαπούσε και δεν ήθελε να χάσει κι έτσι τελικά , με βαριά καρδιά, δέχθηκε.
Η μάγισσα πήρε το μωρό και πήγε κάπου πολύ πολύ μακριά όπου κανείς δεν μπορούσε να τη βρει. Το ονόμασε Ραπουνζέλ και άρχισε να το φροντίζει σα να ήταν δικό της.  Μετά από τόσα χρόνια που ζούσε μόνη της, είχε βρει κάποιον να αγαπάει και να νοιάζεται. Έπαιζαν μαζί, πήγαιναν για κυνήγι, ψάρευαν.. Η Ραπουνζέλ ήταν πολύ χαρούμενη και όσο μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο όμορφη και έξυπνη.
12 χρόνια πέρασαν και μια μέρα η μάγισσα έμαθε πως οι γονείς της Ραπουνζέλ  έψαχναν να τη βρουν. Άρχισε να φοβάται πολύ μήπως η Ραπουνζέλ μάθει την αλήθεια ή μήπως κάποιος έρθει και την πάρει μακριά της, γι’αυτό αποφάσισε να την κρύψει κάπου όπου μόνο αυτή μπορούσε να πηγαίνει. Έστησε μια σκηνή πάνω σε έναν πολύ ψηλό βράχο στη μέση μιας λίμνης και τη φυλάκισε εκεί. Κι όποτε ήθελε να την επισκεφθεί, έπαιρνε τη βάρκα που είχε κρυμμένη σε έναν θάμνο εκεί κοντά, διέσχιζε τη λίμνη, έφτανε στον ψηλό βράχο και φώναζε στη Ραπουνζέλ.
 «Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ ρίξε τα μαλλιά σου»
Κι η Ραπουνζέλ έριχνε τα πανέμορφα μακριά μαλλιά της κάτω 10 μέτρα στο κενό, η μάγισσα τα έπιανε και ανέβαινε πάνω.
Η Ραπουνζέλ στην αρχή στενοχωριόταν πολύ που ήταν αναγκασμένη να ζει σαν φυλακισμένη αλλά η μάγισσα την καθησύχαζε λέγοντάς της ότι το έκανε για το καλό της κι ότι σε λίγο καιρό θα ήταν πάλι ελεύθερη.
Αυτό όμως, συνεχίστηκε για πολλά χρόνια ακόμη μέχρι που η Ραπουνζέλ έγινε 17 ετών.
Ένα πρωί στην όχθη της λίμνης βρέθηκε ένας νεαρός Ινδιάνος κυνηγός. Περπατούσε για ώρα όταν από κάπου εκεί κοντά ακούστηκε μια γλυκιά φωνή να τραγουδάει. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε στην κορυφή ενός πολύ ψηλού βράχου μια όμορφη κοπέλα. Μαγεύτηκε από τη φωνή και την ομορφιά της και θέλησε να πάει κοντά της. Όμως ήταν αδύνατον. Η λίμνη ήταν πολύ βαθειά και βάρκα δεν υπήρχε πουθενά. Αλλά ακόμη κι αν έφτανε κολυμπώντας μέχρι το βράχο, πώς θα ανέβαινε επάνω; Μπορούσε να φωνάξει δυνατά και να ρωτήσει την κοπέλα αλλά αυτό ασφαλώς θα την τρόμαζε πολύ.
Μην ξέροντας τι να κάνει έφυγε απογοητευμένος. Οι μέρες περνούσαν όμως και ο κυνηγός δεν μπορούσε να ξεχάσει τη μαγική φωνή αυτής της κοπέλας. Ό,τι κι αν έκανε, όπου κι αν πήγαινε αυτή σκεφτόταν. Αποφάσισε λοιπόν ότι ήθελε να είναι κοντά της. Και αυτό έκανε. Κάθε μέρα πήγαινε στην όχθη της λίμνης. Κρυβόταν πίσω από έναν πυκνό θάμνο και την άκουγε με τις ώρες να τραγουδάει.
Κάποια στιγμή, κι ενώ ήταν έτοιμος να φύγει γιατί είχε πια νυχτώσει, είδε κάποιον να έρχεται κρατώντας ένα αναμμένο φανάρι. Κρύφτηκε καλύτερα και είδε τη μάγισσα να ανεβαίνει στο βράχο. Το μυστικό της είχε πια αποκαλυφθεί.
Ο νέος άρχισε να χοροπηδάει από τη χαρά του. Το ίδιο κιόλας βράδυ, μόλις η μάγισσα έφυγε, έκανε όλα όσα είχε δει πριν από λίγη ώρα και έτσι κατάφερε να φτάσει ενθουσιασμένος στην κορυφή του βράχου. Η κοπέλα μόλις τον είδε, τα χασε. Αντί για τη μάγισσα που ήταν η μόνη που έβλεπε τόσα χρόνια, εμφανίστηκε μπροστά της ένας άγνωστος. Ο όμορφος νεαρός άρχισε να της μιλάει και της εξήγησε ότι το τραγούδι της τον είχε γοητεύσει τόσο πολύ που δεν μπορούσε να βρει ησυχία παρά μόνο αν την έβλεπε από κοντά. Τελικά έφυγε ο φόβος από τη Ραπουνζέλ και έγιναν φίλοι.
«Θέλω να έρθω μαζί σου» του είπε η Ραπουνζέλ «αλλά δεν ξέρω πώς μπορώ να κατεβώ από το βράχο. Γι’ αυτό κάθε φορά που θα έρχεσαι να μου φέρνεις ένα κουβάρι μετάξι για να πλέξω μία σκάλα και όταν την τελειώσω θα με πάρεις από εδώ».
Ο νεαρός δέχτηκε με χαρά. Έφυγε αλλά ερχόταν κάθε μέρα,της έφερνε το κουβάρι και της έκανε παρέα καθώς εκείνη έπλεκε τη σκάλα.
Η μάγισσα δεν κατάλαβε τίποτα. Συνέχιζε να πηγαίνει κάθε μέρα στη Ραπουνζέλ. Της πήγαινε φαγητό, δώρα, της έλεγε όμορφες ιστορίες και προσπαθούσε να διώξει το βάρος που είχε στην ψυχή της για αυτό που έκανε στο νεαρό κορίτσι. Όσο κι αν προσπαθούσε να την ευχαριστήσει, η Ραπουνζέλ κάθε μέρα ήταν και πιο θλιμμένη από την προηγούμενη κι αυτό στενοχωρούσε πάρα πολύ τη μάγισσα. Δεν μπορούσε όμως να κάνει διαφορετικά.
«Δε θέλω να τη χάσω», έλεγε στη φίλη της την ακριδούλα. «Την αγαπάω σαν παιδί μου».
Κάποια μέρα,όμως, μόλις η μάγισσα  ανέβηκε στο βράχο και μπήκε στη σκηνή η κοπέλα της είπε: «Για πες μου μητέρα πώς γίνεται και είναι τόσο δύσκολο να σε ανεβάσω πάνω στο βράχο ενώ ο νεαρός φίλος μου ανεβαίνει σε μία στιγμή;»
Τότε η μάγισσα κατάλαβε αμέσως ότι η Ραπουνζέλ κρατούσε μυστικά. Την είχε προδώσει. Της είχε πει ψέματα. Πληγώθηκε πάρα πολύ και τρόμαξε και θύμωσε. Έτσι οργισμένη όπως ήταν άρπαξε ένα ψαλίδι, πήρε τα όμορφα μαλλιά της κοπέλας και τα έκοψε. Μετά πήρε τη μεταξωτή σκάλα που ήταν σχεδόν έτοιμη και πήρε τη Ραπουνζέλ από εκεί. Την πήγε μακριά βαθιά μέσα στο δάσος σε μια σπηλιά και την άφησε εκεί μόνη της.
Όταν αργότερα ήρθε ο νεαρός ινδιάνος και φώναξε τη Ραπουνζέλ να ρίξει τα μαλλιά της, η μάγισσα έριξε τα κομμένα μαλλιά της κοπέλας,εκείνος πιάστηκε όπως έκανε όλον αυτό τον τελευταίο καιρό και ανέβηκε γρήγορα στην κορυφή του βράχου. Όταν κατάλαβε ότι δεν τον περίμενε εκεί η αγαπημένη του ήταν πια αργά. Η μάγισσα πολύ θυμωμένη τον έσπρωξε με όλη της τη δύναμη κι αυτός έπεσε κάτω από το βράχο και από το χτύπημα τραυμάτισε τα μάτια του και δεν έβλεπε πια καθόλου. Η μάγισσα τον οδήγησε κι αυτόν κάπου μακριά μέσα στο δάσος και εκεί τον άφησε μόνο και αβοήθητο. 
Όταν γύρισε στη σπηλιά και είπε στην ακριδούλα τι έκανε, εκείνη τη μάλωσε σκληρά.
«Πώς μπόρεσες;», της είπε. «Πρέπει να βρεις τρόπο να διορθώσεις αυτό που έκανες».
Η μάγισσα ξέσπασε σε κλάματα. «Θα βρω» είπε και το κανε. Έφτιαξε ένα μαγικο φίλτρο, το καλύτερό της μέχρι τώρα και έτρεξε μέχρι τη σπηλιά που είχε κλείσει τη Ραπουνζέλ. Τη βρήκε να κοιμάται λυπημένη και ταλαιπωρημένη. Άνοιξε το μπουκαλάκι με το φίλτρο, έσταξε μερικές σταγόνες στα βλέφαρά της και αφού είπε κάποια ακαταλαβίστικα λόγια στο αυτί της κοπέλας, έσκυψε, της έδωσε ένα φιλί και βγήκε από τη σπηλιά χωρίς να κλειδώσει αυτή τη φορά την πόρτα.
Ύστερα βρήκε τον νεαρό Ινδιάνο που τυφλός και απελπισμένος τριγυρνούσε άσκοπα και δεν έτρωγε τίποτε άλλο από μούρα και ρίζες και όλο έκλαιγε για τον χαμό της αγαπημένης του. Έδεσε στο πόδι του μια μεταξένια κλωστή και τραβώντας τον, τον οδήγησε στη Ραπουνζέλ. Αμέσως μετά έτρεξε και κρύφτηκε πίσω από έναν πυκνό θάμνο. Ο νεαρός άκουσε μια γλυκιά φωνή να τραγουδάει ένα λυπημένο τραγούδι. Αμέσως την αναγνώρισε. Φώναξε το όνομά της Ραπουνζέλ κι εκείνη έτρεξε και τον αγκάλιασε κλαίγοντας. Οι δύο σταγόνες από το μαγικό φίλτρο της μάγισσας έσταξαν από τα βλέφαρα της κοπέλας και έπεσαν στα μάτια του νέου. Στη στιγμή εκείνος άρχισε να βλέπει όπως και πριν. Πήρε τη  Ραπουνζέλ στην αγκαλιά του και της υποσχέθηκε πως δε θα την αφήσει μόνη της ποτέ ξανά.
Η κοπέλα τότε πρόσεξε πως στο πόδι του αγαπημένου της ήταν δεμένη μια μεταξένια κλωστή. Ήταν τόσο λεπτή που μόλις που φαινόταν. Κοίταξε πέρα μακριά προς το θάμνο που ήταν κρυμένη η μάγισσα και χαμογέλασε σα να τα κατάλαβε όλα. Τύλιξε την κλωστή γύρω από το μικρό δάκτυλό του αριστερού της χεριού, γύρισε προς τη μεριά του θάμνου, ψιθύρισε ένα ευχαριστώ και έστειλε προς τα εκεί ένα φιλί.
Ύστερα, πήρε τον αγαπημένο της από το χέρι κι ευτυχισμένοι κι οι δυο ξεκίνησαν μαζί προς τη νέα τους ζωή. Για τη μάγισσα δεν άκουσε ξανά τίποτα ποτέ κανείς. Ούτε κανείς έμαθε ποτέ τι ψιθύρισε στο αυτί της κοιμισμένης κοπέλας εκείνη τη μέρα. Κάποιοι λένε πως της είπε πως την αγαπάει σαν παιδί της. Κάποιοι άλλοι πως της αποκάλυψε πού να βρει τους γονείς της. Και κάποιοι άλλοι πως της έδωσε την ευχή της αυτές οι δυο σταγόνες από δάκρυα να είναι οι τελευταίες που θα χύσει στη ζωή της.
Όπως και να χει πάντως, ό,τι και να της είπε, σημασία έχει πως η Ραπουνζέλ έγινε η πιο ευτυχισμένη κοπέλα στον κόσμο ειδικά αφού μετά από λίγες μέρες βρήκε και τους πραγματικούς της γονείς.
Ό,τι όμως και αν έγινε, ποτέ δεν ξέχασε τη μάγισσα που τη μεγάλωσε και την αγάπησε σα δικό της παιδί. Είχε πάντα γύρω από το δάχτυλό της τη μεταξωτή κλωστή και πάντα όποτε έβρισκε την ευκαιρία έστελνε ένα κρυφό φιλί κι ένα χαμόγελο προς το δάσος.


Σάββατο 1 Ιουνίου 2013


Μαγισσούλα η Πολύχρωμη




Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μικρή μαγισσούλα διαφορετική από τις άλλες, όμορφη και με καλή καρδιά. Όλοι τη φώναζαν  Πολύχρωμη  γιατί της άρεσαν πολύ τα χρώματα.
Απ’ όταν ήταν πολύ μικρή ,όμως,  το παράπονό της ήταν ότι δεν είχε φίλους . Οι άλλες μάγισσες δεν την έκαναν παρέα γιατί τη ζήλευαν για την ομορφιά της. Δεν έμοιαζε με εκείνες ούτε στην εμφάνιση ούτε στην καρδιά.  Πάνω στη δική της σκούπα είχε δέσει ένα γαλάζιο φιόγκο και ο δικός της αγαπημένος της φίλος δεν ήταν ένας μαύρος γάτος αλλά ένας  ροζ  κεφάτος  και παιχνιδιάρης, ο  Κουφέτος. Aντί για μαγικά φίλτρα της άρεσε να φτιάχνει μαρμελάδες κι αντί για μεγάλα μαύρα μυτερά καπέλα της άρεσε να φοράει  μπερεδάκια διακοσμημένα με λουλούδια.
Μια μέρα ξύπνησε πολύ λυπημένη. Δεν άντεχε άλλο. Έπρεπε να κάνει κάτι για να αλλάξει τη ζωή της. Αποφάσισε λοιπόν να γίνει σαν τις υπόλοιπες μάγισσες.
«Τι κέρδισα τόσον καιρό που ήμουν διαφορετική;» σκέφτηκε απογοητευμένη. Έσκισε λοιπόν όλα της τα χρωματιστά ρούχα και τα κλείδωσε μέσα σε ένα μεγάλο μπαούλο στο υπόγειο του σπιτιού της. Έβαψε το σπίτι και τα έπιπλά της γκρίζα. Έλυσε το γαλάζιο φιόγκο από τη σκούπα της και έβαψε μαύρο τον Κουφέτο. Φόρεσε ένα γκρι φουστάνι κι ένα μαύρο καπέλο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.  Δεν της άρεσε αυτό που έβλεπε αλλά θα το συνήθιζε με τον καιρό.
Τις πρώτες μέρες όλοι την κοίταζαν παράξενα. Σιγά σιγά όμως τη δέχτηκαν και άρχισαν να την αντιμετωπίζουν σαν όμοιά  τους. Μέχρι και φίλες έκανε. Παίζανε όλες μαζί, πήγαιναν μακρινές βόλτες με τις σκούπες τους, δοκίμαζαν μακριά φουστάνια με μουντά χρώματα, έφτιαχναν μαγικά φίλτρα και τραγουδούσαν λόγια άσχημα και λυπητερά όπως κάνουν όλες οι σωστές μάγισσες.
Μια μέρα όμως μια από τις φίλες της της είπε:
«Δε γίνεται να σε φωνάζουμε πια Πολύχρωμη.»
Κι έτσι της άλλαξαν το όνομα. Μονόχρωμη. Σίγουρα τώρα πια αυτό της ταίριαζε καλύτερα.
Κι οι μέρες κυλούσαν. Κι όσο αυτές κυλούσαν, τόσο η μικρή μαγισσούλα, γινόταν όλο και πιο μονόχρωμη στην εμφάνιση και στην καρδιά. Λυπόταν.Της έλειπε η παλιά πολύχρωμη ζωή της. Ήταν πιο κεφάτη τότε και χαμογελαστή. Το σπιτάκι της ήταν χαρούμενο, τώρα  είχε γίνει άχρωμο και θλιβερό. Ακόμη κι ο Κουφέτος ήταν θλιμμένος και σπάνια σηκωνόταν από το μαξιλάρι του.
Κι έτσι πέρασε πολύς καιρός και η μαγισσούλα μεγάλωσε κι έγινε μια πολύ όμορφη κοπέλα. Μια μέρα άκουσε πως ο πρίγκιπας της χώρας έψαχνε μια κοπέλα να την παντρευτεί.
«Θα μπορούσε να παντρευτεί εμένα» είπε ενθουσιασμένη σε μια φίλη της.
«Οι μάγισσες δεν παντρεύονται πρίγκιπες» τη μάλωσε εκείνη.
Η κοπέλα θύμωσε πολύ. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ένας πρίγκιπας δε γινόταν να αγαπήσει μια μάγισσα. Αυτό ήταν πολύ άδικο. Αποδέχτηκε με κόπο τη μονόχρωμη ζωή της τόσα χρόνια για να γίνει αγαπητή στους άλλους. Δεν ήθελε να δεχτεί και αυτό.
Την ημέρα που θα γινόταν ο χορός στο παλάτι, ξύπνησε χαράματα. Ήθελε να βρει ένα όμορφο φόρεμα να φορέσει το βράδυ ,αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε τίποτα πια πολύχρωμο στο σπίτι της.  Όσο κι αν έψαχνε, όλα ήταν γκρίζα.  Τότε, της ήρθε στο μυαλό το μπαούλο που κάποτε είχε καταχωνιάσει όλα τα πολύχρωμα κομμάτια της τότε ζωής της.
Στην αρχή όταν τα είδε όλα στοιβαγμένα γύρω της απελπίστηκε. Τι θα τα έκανε όλα αυτά; Πώς θα ξεκινούσε; Δε γινόταν με ένα μαγικό τρόπο να εμφανιστεί μπροστά της ένα όμορφο καινούριο φόρεμα; Σίγουρα αυτό θα ήταν πιο ξεκούραστο και πιο βολικό.
Ο Κουφέτος που τόση ώρα την παρακολουθούσε προσεκτικά, αποφάσισε να μιλήσει.
«Το ξέρεις ότι αυτό με τα μαγικά φορέματα και τα μαγικά γοβάκια γίνεται μόνο στα παραμύθια, έτσι δεν είναι;»
Η κοπέλα σταμάτησε να κλαίει. Τον κοίταξε στην αρχή με θυμό, μετά με απορία, και μετά με ευγνωμοσύνη.
Της πήρε πολύ χρόνο μέχρι να αποφασίσει τι θα κάνει. Έραβε, ξήλωνε, πετούσε, ξαναέραβε, ξαναξήλωνε, ξαναπετούσε και πάλι από την αρχή. Τη μια στιγμή έδειχνε ενθουσιασμένη που έβγαλε από το σωρό ένα κομμάτι ύφασμα και την άλλη στιγμή βυθιζόταν στην απογοήτευση γιατί δεν είχε καταφέρει αυτό που είχε στο μυαλό της.
Ροζ, κίτρινο, γαλάζιο, πορτοκαλί, πράσινο… Κάθε χρωματιστό κομμάτι υφάσματος που τοποθετούσε στη σωστή του θέση, γέμιζε τα μάτια της με φως και την ψυχή της με αγάπη και χαρά. 
 Μετά από λίγες ώρες, δεν κατάλαβε πώς, βρέθηκε μπροστά στον καθρέφτη ξέπνοη και ταλαιπωρημένη αλλά με ένα καινούριο φόρεμα και μια καινούρια καρδιά.
«Πώς μπόρεσα να ζήσω τόσα χρόνια μέσα στο γκρίζο;», αναρωτήθηκε. «Να έχω όλα αυτά τα χρώματα τόσο κοντά μου και να τα έχω κλεισμένα σε ένα μπαούλο;»
Φυσικά, κατάφερε να πάει στο μεγάλο χορό του παλατιού και να είναι η πιο όμορφη κοπέλα της βραδιάς και φυσικά ο πρίγκιπας δε διάλεξε εκείνη για γυναίκα του γιατί μόνο στα παραμύθια ένας πρίγκιπας παντρεύεται μια μαγισσούλα. Αλλά για την Πολύχρωμη αυτό δεν είχε καμία σημασία. Σημασία είχε ότι κέρδισε ξανά τον εαυτό της!
Όταν μετά από καιρό ο πιστός της φίλος ο ροζ-ξανά Κουφέτος τη ρώτησε αν έχει μετανιώσει που έγινε ξανά η Πολύχρωμη, εκείνη για απάντηση έβαλε μπροστά του ένα πιατάκι με μαρμελάδα φράουλα και του έδεσε ένα γαλάζιο φιόγκο στο λαιμό.

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013


Ο σκανταλιάρης Συννεφούλης



Πολύ ψηλά στον ουρανό ζει ένα συννεφάκι πολύ σκανταλιάρικο, που το λένε Συννεφούλη.
Ο Συννεφούλης κάθε πρωί ξυπνάει και αρχίζει το παιχνίδι.
Τρέχει από εδώ και από εκεί χωρίς σταματημό. Κυνηγάει τα άλλα σύννεφα και τους τραβάει τα αυτιά. Μπαίνει μπροστά από τον γερο-Ήλιο και δεν τον αφήνει να φωτίσει. Βουτάει τα γυαλιά του κύριου Άνεμου και εκείνος δε βλέπει προς τα πού να φυσήξει.

Όλοι είναι πολύ θυμωμένοι μαζί του, αλλά ο Συννεφούλης δε σταματά να κάνει σκανταλιές. Γυρίζει παντού και  τραγουδάει:

«Συννεφούλης παίζει τρέχει 
και κανείς δεν τον αντέχει
Συννεφούλης  τραγουδάει, 
τρέχει και χοροπηδάει»

Μια μέρα όμως, όπως έτρεχε ο Συννεφούλης με μεγάλη φόρα και δεν έβλεπε μπροστά του από τα γέλια, δεν πρόσεξε και …τσουπ… έπεσε πάνω σε ένα βουνό.
Στην αρχή γέλασε δυνατά, αλλά όταν προσπάθησε να φύγει δεν μπορούσε. Είχε κολλήσει εκεί και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει με τίποτα όσο και αν προσπαθούσε.
Ο Συννεφούλης άρχισε να κλαίει δυνατά.
« Βοηθήστε με», φώναζε αλλά όλοι έκαναν πως δεν τον άκουγαν.
Είχαν βρει την ησυχία τους τώρα που ο Συννεφούλης δεν ήταν εκεί να τους πειράζει.
Τον άκουσε όμως ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Ελευθερία και έτρεξε κοντά του.
«Μη στενοχωριέσαι», του είπε. «Εγώ θα σε βοηθήσω να ξεκολλήσεις από το βουνό».
Τον έπιασε από το χέρι και άρχισε να τον τραβάει δυνατά …ααααα…ώσπου τσουπ..ο Συννεφούλης ξεκόλλησε!
«Σε ευχαριστώ πολύ Ελευθερία», της είπε χαρούμενος και της έδωσε ένα φιλί.
Από τότε, Ο Συννεφούλης και η Ελευθερία έγιναν αχώριστοι φίλοι και παίζουν συνέχεια μαζί. Ο Συννεφούλης σταμάτησε να πειράζει τα άλλα σύννεφα, το γερο-Ήλιο και τον κύριο Άνεμο και όλοι είναι τώρα πολύ πολύ χαρούμενοι! 

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

1ο Μέρος



Ας συστηθούμε.

Είμαι ένα κορίτσι 35 ετών. Αγαπώ την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων και τις δημιουργίες… γενικότερα. Ζω σε ένα διαμέρισμα πάνω από ένα βιβλιοπωλείο του οποίου ο ιδιοκτήτης θέλω να μεταναστεύσει. Να παντρευτεί μια εσκιμώα και να πάνε να ζήσουν σε ένα ιγκλού ή να κερδίσει το λαχείο και να πάει στην Καραϊβική ή να ασπαστεί το βουδισμό και να κλειστεί σε μοναστήρι στα Ιμαλάια ή να αγοράσει ένα σπίτι στον Άρη για να προωθήσει εκεί την καλλιέργεια της πατάτας. Να πάει κάπου τέλος πάντων και να κάνω δικό μου το βιβλιομαγαζάκι του. Αυτό είναι το όνειρό μου. Ένα ολόδικό μου βιβλιοπωλείο. Και συγκεκριμένα ΑΥΤΟ το βιβλιοπωλείο. Θα ήθελα να σας περιγράψω πώς το φαντάζομαι. Μου είναι πιο εύκολο να το ζωγραφίσω. Ας προσπαθήσω να συνδυάσω τις δύο αυτές  λύσεις. Θα σας το ζωγραφίσω με λόγια.

Βλέπω την ταμπέλα του. Ανοιχτό καφέ χρώμα ξύλο, «μπλε της θάλασσας» καλλιγραφικά, ζωγραφιστά με το χέρι γράμματα.«Βιβλιομαγαζάκι». Μέσα βλέπω μεγάλα παράθυρα για να φαίνεται απέναντι η θάλασσα, ταπετσαρία στους τοίχους, ξύλινους πάγκους και βιβλιοθήκες, ξύλινο  πάτωμα, καρό κουρτίνες,  σετ μπερζέρα και στρογγυλό τραπεζάκι με λαμπατέρ σε μία γωνία. Ακριβώς απ’έξω, βλέπω αριστερά κάτω από το παράθυρο ένα παγκάκι, δίπλα του ένα φανοστάτη και δεξιά της πόρτας εισόδου μια επιδαπέδια ταμπέλα- μαυροπίνακα με τις βιβλιο-προτάσεις της ημέρας. Ααα.. θέλω μυρωδιά βανίλιας και πορτοκαλιού στο εσωτερικό και απαλές γλυκές μελωδίες όπως το Valse d'Amelie, να φτάνουν στ' αυτιά μου.

Ωραία όλα αυτά αλλά ξέφυγα λίγο.. Πάμε πάλι..

Είμαι ένα κορίτσι 35 ετών. Αγαπώ την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων και τις δημιουργίες… γενικότερα. Είμαι κόρη, φίλη, αδελφή, εγγονή, ανιψιά, συνάδελφος, πρώην  και «απλά γνωστή». Δε λέω ψέματα συνήθως (εκτός αν με συμφέρει) παρόλο που μου αρέσουν πολύ. Φροντίζω να μην αργώ στα ραντεβού μου και αφήνω το αυτοκίνητό μου να φτάσει στα όριά του πριν του βάλω βενζίνη.
Τα περισσότερα πρωινά αφήνω άστρωτο το κρεβάτι μου γιατί ξυπνάω αργοπορημένα. Επιπλέον, το λιγοστό χρόνο που μου μένει πριν ξεκινήσω για τη δουλειά, στέκομαι αναποφάσιστη μπροστά στην ανοιχτή ντουλάπα με τα ρούχα μου.

Τέλειωσα τη σχολή καλών τεχνών  με μέτριο βαθμό και διορίστηκα στο δημόσιο.  Καθηγήτρια. Καλλιτεχνικών. Η διδασκαλία μου αρέσει τρελά, τα υπόλοιπα όχι.

Είμαι και πολίτης αυτού του κράτους. Πληρώνω τους λογαριασμούς μου πριν λήξουν και τα χρέη μου στην εφορία.  Ακυρώνω πάντα το εισιτήριό μου στα ΜΜΜ και περιμένω υπομονετικά στις ουρές.

Κρατάω πάντα σημειώσεις στα συνέδρια και δε συμμετέχω  ποτέ σε πολιτικές συζητήσεις.

Δεν παρακολουθώ ειδήσεις στην τηλεόραση. Ενημερώνομαι μόνο από τα πεντάλεπτα δελτία στο ραδιόφωνο.

Δεν έχω φίλο/αγόρι/σχέση/εραστή αυτή την περίοδο και δεν ξέρω και αν θα αποκτήσω ποτέ. Θέλω, όμως.

Έχω smart phone και μου αρέσει περισσότερο να «κατεβάζω» παιχνίδια  απ’το να μιλάω ή να στέλνω sms.

Θα μπορούσα να ξεγυμνωθώ κι άλλο στα μάτια σας αλλά δε το επιθυμώ. Νομίζω ότι όλα αυτά αρκούν για να σας κάνω την ερώτηση που ήθελα από την αρχή να σας κάνω.

(Συνεχίζεται…)

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Η σελίδα 112




Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό κοριτσάκι που του άρεσε πολύ να διαβάζει. Όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν, είχε ένα βιβλίο στο χέρι. Δεν τα διάβαζε όμως μόνο. Τα αγαπούσε τα βιβλία της. Στόλιζαν το δωμάτιό της, την καρδιά της, την ίδια της τη ζωή. 
Μια μέρα ενώ καθόταν στη σκιά μιας μουριάς απόλυτα ευτυχισμένη που διάβαζε για πολλοστή φορά τα Ανεμοδαρμένα Ύψη, μία σελίδα, η 23 νομίζω, ξεκόλλησε από το βιβλίο και άρχισε να στροβιλίζεται γύρω της. Δεν ξέρω τι συνέβη, μα ζήλεψαν και οι άλλες σελίδες και ξεκόλλησαν κι αυτές από τον κορμό του βιβλίου και άρχισαν να χορεύουν ένα τρελό χορό γύρω από το μικρό κοριτσάκι. Εκείνο ξαφνιάστηκε αλλά δεν τρόμαξε. Τις σελίδες αυτού του βιβλίου τις γνώριζε τόσα χρόνια. Ήταν φίλες της! Χαμογέλασε και άρχισε κι εκείνη να χορεύει με τα χέρια ψηλά και το φόρεμά της να ανεμίζει στο ελαφρύ αεράκι. Η σελίδα 18 της έκλεισε το μάτι. "Πάμε μια βόλτα" της είπε και της άπλωσε το χέρι. Το κοριτσάκι άλλο που δεν ήθελε. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στα χέρια των φίλων της. Όταν τα άνοιξε μετά από λίγα λεπτά, δεν πίστευε στα μάτια της. Όπου και αν κοιτούσε υπήρχαν παντού βιβλία. Τα αγαπημένα της βιβλία. Αυτά που είχε στο δωμάτιό της. "Πού είμαστε;" ρώτησε. "Στη χώρα των βιβλίων", της απάντησε η σελίδα 54.
Το κοριτσάκι κοιτούσε μαγεμένο. " Υπάρχει τέτοια χώρα;"
"Φυσικά και υπάρχει", της εξήγησε η σελίδα 90. "Για κάθε παιδί που αγαπάει πολύ τα βιβλία υπάρχει μια τέτοια χώρα.Αυτή εδώ είναι η δική σου." 
"Και μπορώ να έρχομαι όποτε θέλω;" ζήτησε να μάθει το κοριτσάκι. 
"Φυσικά."
"Πώς;"
"Θα παίρνεις το αγαπημένο σου βιβλίο στο χέρι, θα το ανοίγεις και μόλις αρχίσεις να διαβάζεις, κάποια από τις σελίδες θα σε παίρνει από το χέρι και θα σε πηγαίνει στη χώρα των βιβλίων."
Το κοριτσάκι ενθουσιάστηκε.
"Θα το κάνω.Είστε οι καλύτεροι μου φίλοι", είπε και έκλεισε τα μάτια της ευτυχισμένη.
Όταν τα άνοιξε ξανά, βρισκόταν πάλι κάτω από τη μουριά με το βιβλίο πάνω στα γόνατά της.
Χαμήλωσε τα μάτια στο βιβλίο. Όλες οι σελίδες ήταν πάλι στη θέση τους.
 "Μήπως ονειρεύτηκα; ", αναρωτήθηκε απογοητευμένα. Τότε είδε πως στο σημείο που ήταν ανοιχτό το βιβλίο, η σελίδα 112 έλειπε. Κοίταξε γύρω της μα δεν την είδε πουθενά. Χαμογέλασε. Πρέπει να πάω να τη φέρω πίσω είπε και άρχισε να διαβάζει.